GrecoItaliano


αμφιβολία, (raro) αμφιβολιά  
ουσιαστικό θηλυκό

du`bbio ~m~; incerte`zza ~f~ δεν χωρεί αμφιβολία==non c'è dubbio | διατηρώ κάποιες αμφιβολίες==ho ancora qualche dubbio; ho i miei dubbi | απαλλάχτηκε λόγω αμφιβολιών==fu assolto per insufficienza di prove

ανφιβολία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αμφιβολία]

αφιβολία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αμφιβολία]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


χωρίς αμφιβολία = senza dubbio



Sfoglia il dizionario




{{ID:AMFIBOLIA100}}
---CACHE---