Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ανάβαθος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ανάβαθος  
επίθετο

poco profo`ndo ((anche in senso figurato))

permalink
‹ αναβαθμός
αναβαίνω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αναβάθμιση {-ης κ. -ί...
αναβαθμισμένος [επίθ.]
αναβαθμολογημένος [επίθ.]
αναβαθμολόγηση {-ης κ. -ή...
αναβαθμός [ουσ αρσ ]
ανάβαθος [επίθ.]
αναβαίνω aor ανέβηκ...
αναβαλλόμενος [επίθ.]
αναβαλλόμενος [ουσ αρσ ]
αναβάλλω {ανέβαλα, ...
Αναβάλλων [ουσ αρσ ]
αναβάνω [ρ. μτβ.]
αναβαπτίζομαι aor αναβαπ...
αναβαπτιζόμενος [επίθ.]
αναβάπτιση η, gen ανα...
αναβαπτισμένος [επίθ.]
αναβαπτιστής [ουσ αρσ ]
ανάβαση {-ης κ. -ά...
ανάβασις gen ανάβασ...
αναβάσταγος [επίθ.]


{{ID:ANABAQOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti