Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αναβράζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αναβράζω  
ρήμα αμετάβατο

1 ribollire
2 fermentare
3 ((figurato)) ribollire; adirarsi

permalink
‹ ανάβρα
αναβράζων ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αναβολισμός [ουσ αρσ ]
ανάβολος [επίθ.]
αναβοσβήνω 3 sg pres ...
αναβοώ {ανεβόησα}...
ανάβρα {χωρ. γεν....
αναβράζω ipf ανάβρα...
αναβράζων [επίθ.]
ανάβραση [θηλ.ουσ]
αναβρασμένος [επίθ.]
αναβρασμός {χωρ. πληθ...
αναβράω ipf ανάβρυ...
αναβροχιά {χωρ. πληθ...
αναβρύζω ipf ανάβρυ...
ανάβρυση [θηλ.ουσ]
ανάβρυσμα [ουσ ουδ.]
αναβρυτήριο {αναβρυτηρ...
αναβρυώ ipf ανάβρυ...
αναβρώ ipf ανάβρυ...
Ανάβυσος [κύρ.όν. θηλ.]
ανάβω {άνα-ψα, -...


{{ID:ANABRAZW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti