GrecoItaliano


ανάνηψη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 pentime`nto ~m~
2 ravvedime`nto ~m~

ανάνηψις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανάνηψη]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το τμήμα ανάνηψης = reparto [αρσ.] rianimazione



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANANHJH100}}
---CACHE---