αναπαυτικός
επίθετο
co`modo; riposa`nte αναπαυτική πολυθρόνα==poltrona comoda
αναπαυτικότατος / ο αναπαυτικώτατος
επίθετο
superlativo di [αναπαυτικός]
αναπαυτικότερος / ο αναπαυτικώτερος
επίθετο
comparativo di [αναπαυτικός]
επίθετο
co`modo; riposa`nte αναπαυτική πολυθρόνα==poltrona comoda
αναπαυτικότατος / ο αναπαυτικώτατος
επίθετο
superlativo di [αναπαυτικός]
αναπαυτικότερος / ο αναπαυτικώτερος
επίθετο
comparativo di [αναπαυτικός]
permalink
αναπαυτικός [επίθ.]
αναπαυτικότατος / ο αναπαυτικώτατος [επίθ.]
αναπαυτικότερος / ο αναπαυτικώτερος [επίθ.]

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android