GrecoItaliano


αναστεναγμός  
ουσιαστικό αρσενικό

sospi`ro ~m~

αναστενασμός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αναστεναγμός]

αναστέναγμα
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [αναστεναγμός ^-ού, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANASTENAGMOS100}}