GrecoItaliano


ανασυγκρότηση  
ουσιαστικό θηλυκό

ricostruzio`ne ~f~; riorganizzazio`ne ~f~; ricostituzio`ne ~f~ η ανασυγκρότηση μιας χώρας κατεστραμμένης από τον πόλεμο==la ricostruzione di un paese distrutto dalla guerra

ανασυγκρότησις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανασυγκρότηση ^-ης, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANASYGKROTHSH100}}