GrecoItaliano


αναταράζω  
ρήμα μεταβατικό

agita`re; turba`re τα κουπιά ανατάραζαν την ήρεμη επιφάνεια της λίμνης==i remi turbavano la calma superficie del lago

αναταράζομαι
ρήμα παθητικό

agita`rsi

αναταράσσω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αναταράζω]

αναταράσσομαι
ρήμα παθητικό

variante di [αναταράζομαι]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANATARAZW100}}