GrecoItaliano


ανεψιός  
ουσιαστικό αρσενικό

nipo`te ~m~ di zi`i

ανεψιά
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ανεψιός ^-ού, ο^]
2 nipo`te ~f~ di zi`i

ανιψιός
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ανιψιός ^-ού, ο^]

ανιψιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ανεψιά ^-άς, η^]

ανίψι
ουσιαστικό ουδέτερο

lo stesso che [ανεψιός ^-ού, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANEJIOS100}}
---CACHE---