GrecoItaliano


ανεμοστρόβιλος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 muline`llo ~m~; tu`rbine ~m~; vo`rtice ~m~
2 ((figurato)) vo`rtice ~m~

ανεμοστρόβιλας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ανεμοστρόβιλος]

ανεμοστρόφιλος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ανεμοστρόβιλος]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANEMOSTROBILOS100}}