GrecoItaliano


ανηφόρα  
ουσιαστικό θηλυκό

sali`ta ~f~

ανηφοριά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ανηφόρα ^-ας, η^]

ανήφορος
ουσιαστικό αρσενικό

lo stesso che [ανηφόρα ^-ας, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANHFORA100}}
---CACHE---