Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ανοικοδομημένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ανοικοδομημένος  
επίθετο

participio passato del verbo [ανοικοδομώ]

permalink
‹ ανοικοδομηθείς
ανοικοδόμηση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ανοίγω (άνοιξα, α...
ανοικειότης [θηλ.ουσ]
ανοίκιαγος [επίθ.]
ανοίκιαστος [επίθ.]
ανοικοδομηθείς [επίθ.]
ανοικοδομημένος [επίθ.]
ανοικοδόμηση [-εις] {-η...
ανοικοδομήσιμος [επίθ.]
ανοικοδομώ (ανοικοδόμ...
ανοικοκύρευτα [επίρ.]
ανοικοκύρευτος [επίθ.]
ανοικονόμητος [επίθ.]
ανοικτά [επίρ.]
ανοικτίρμων {ανοικτίρμ...
ανοικτός [επίθ.]
ανοικτότατος [επίθ.]
ανοικτότερος [επίθ.]
ανοικτόχρωμος [επίθ.]
άνοιξη {-ης κ. -ο...
ανοιξιάτικος [επίθ.]


{{ID:ANOIKODOMHMENOS100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti