Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ανομοιογένεια

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ανομοιογένεια  
ουσιαστικό θηλυκό

eterogenicità ~f~

permalink
‹ ανομία, (raro) ανομιά
ανομοιογενής ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ανόλπιστος [επίθ.]
άνομα [επίρ.]
ανομβρία {χωρ. πληθ...
ανόμημα {ανομήμ-ατ...
ανομία, (raro) ανομιά {ανομιών}
ανομοιογένεια {χωρ. πληθ...
ανομοιογενής {ανομοιογε...
ανομοιοκατάληκτος [επίθ.]
ανομοιοκαταληξία [θηλ.ουσ]
ανομοιομορφία {χωρ. πληθ...
ανομοιόμορφος [επίθ.]
ανόμοιος [επίθ.]
ανομοιότητα [θηλ.ουσ]
ανομοίωση {-ης κ. -ώ...
ανομολόγητα [επίρ.]
ανομολόγητος {μτγν.}
άνομος [επίθ.]
ανοξαιμία [θηλ.ουσ]
ανοξείδωτος [επίθ.]
ανοξία [θηλ.ουσ]


{{ID:ANOMOIOGENEIA100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti