GrecoItaliano


ανταλλακτικό  
ουσιαστικό ουδέτερο

rica`mbio ~m~; pezzo ~m~ di rica`mbio ανταλλακτικός τροχός==ruota di scorta | ανταλλακτική αξία==valore di scambio

ανταλλακτικά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

pezzi ~mp~ di rise`rva; pezzi ~mp~ di rica`mbio; rica`mbi ~mp~

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα ανταλλακτικά = pezzi [αρσ. πλυθ.] di ricambio



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANTALLAKTIKO100}}
---CACHE---