Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›Ανταρκτική

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

Ανταρκτική  
κύριο όνομα θηλυκό

geografia Anta`rtide ~f~

permalink
‹ ανταριασμένος
ανταρκτικός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αντάρα {χωρ. πληθ...
ανταρεμένος [επίθ.]
ανταριάζω (αντάρ-ιασ...
αντάριασμα [ουσ ουδ.]
ανταριασμένος [επίθ.]
Ανταρκτική [κύρ.όν. θηλ.]
ανταρκτικός [επίθ.]
ανταρσία {ανταρσιών...
αντάρτης {ανταρτών}
αντάρτικος [επίθ.]
αντάρτισσα {ανταρτισσ...
ανταρτοπόλεμος {-ου κ. -έ...
αντασφάλεια {αντασφαλε...
αντασφαλίζω (αντασφάλ-...
αντασφάλιση η, gen αντ...
αντασφαλισμένος [επίθ.]
αντασφαλιστής [ουσ αρσ ]
αντάτζιο [ουσ ουδ.]
ανταυγάζω (ανταύγασα...
ανταύγεια {δύσχρ. αν...


{{ID:ANTARKTIKH100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti