αντιεισαγγελέας
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
diritto sostitu`to ~m~ procurato`re
αντιεισαγγελεύς
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
forma arcaica di [αντιεισαγγελέας ^-α, ο^]
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
diritto sostitu`to ~m~ procurato`re
αντιεισαγγελεύς
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό
forma arcaica di [αντιεισαγγελέας ^-α, ο^]
permalink
αντιεισαγγελέας [ουσ αρσ και θηλ.]
αντιεισαγγελεύς [ουσ αρσ και θηλ.]
---CACHE---
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
