GrecoItaliano


αντιεισαγγελέας  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

diritto sostitu`to ~m~ procurato`re

αντιεισαγγελεύς
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

forma arcaica di [αντιεισαγγελέας ^-α, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANTIEISAGGELEYS100}}
---CACHE---