GrecoItaliano


αντιφατικότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

contradditorietà ~f~

αντιφατικότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αντιφατικότητα ^-ας, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANTIFATIKOTHTA100}}
---CACHE---