GrecoItaliano


αντιπροσωπευτικός  
επίθετο

1 rappresentati`vo
2 caratteri`stico; ti`pico; rappresentati`vo παρουσίασε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της δουλειάς του==ha presentato un campione del suo lavoro

αντιπροσωπευτικότατος
επίθετο

superlativo di [αντιπροσωπευτικός]

αντιπροσωπευτικώτατος
επίθετο

superlativo di [αντιπροσωπευτικός]

αντιπροσωπευτικότερος
επίθετο

comparativo di [αντιπροσωπευτικός]

αντιπροσωπευτικώτερος
επίθετο

comparativo di [αντιπροσωπευτικός]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ANTIPROSWPEYTIKOS100}}
---CACHE---