Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απεριόριστος  
επίθετο

1 infini`to; illimita`to διαθέτει απεριόριστα κεφάλαια==dispone di capitali illimitati
2 illimita`to; pie`no; incondiziona`to απεριόριστες εξουσίες==pieni poteri

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απεριόριστα απεριποίητα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η κάρτα απεριόριστων διαδρομών = abbonamento [αρσ.] dell'autobus


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---