απεσταλμένος
επίθετο
participio passato del verbo [αποστέλλω]
απεσταλμένος
ουσιαστικό αρσενικό
giornalismo invia`to ~m~ ειδικός απεσταλμένος==inviato speciale
αποσταλμένος
επίθετο
1 variante di [απεσταλμένος]
2 participio passato del verbo [αποστέλλω]
αποσταλμένος
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [απεσταλμένος]
επίθετο
participio passato del verbo [αποστέλλω]
απεσταλμένος
ουσιαστικό αρσενικό
giornalismo invia`to ~m~ ειδικός απεσταλμένος==inviato speciale
αποσταλμένος
επίθετο
1 variante di [απεσταλμένος]
2 participio passato del verbo [αποστέλλω]
αποσταλμένος
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [απεσταλμένος]
permalink
απεσταλμένος [επίθ.]
απεσταλμένος [ουσ αρσ ]
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android