GrecoItaliano


αποδοτικός  
επίθετο

redditi`zio; fruttuo`so; profi`cuo αποδοτική εργασία==lavoro redditizio

αποδοτικότατος
επίθετο

superlativo di [αποδοτικός]

αποδοτικώτατος
επίθετο

superlativo di [αποδοτικός]

αποδοτικότερος
επίθετο

comparativo di [αποδοτικός]

αποδοτικώτερος
επίθετο

comparativo di [αποδοτικός]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:APODOTIKOS100}}
---CACHE---