Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›απολύτρωση

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

απολύτρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 risca`tto ~m~
2 liberazio`ne ~m~; redenzio`ne ~m~; affrancame`nto ~m~

permalink
‹ απολυτρώνω
απολύτως ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

απόλυτον [ουσ ουδ.]
απόλυτος [επίθ.]
απολυτός [επίθ.]
απολυτρωμένος [επίθ.]
απολυτρώνω (απολύτρ-ω...
απολύτρωση {-ης κ. -ώ...
απολύτως [επίρ.]
απολύω (απέλ-υσα,...
απολωλός {απολωλότ-...
απολωλώς [επίθ.]
απομαγνητίζω [ρ. μτβ.]
απομαγνήτιση [θηλ.ουσ]
απομαγνητισμένος [επίθ.]
απομαγνητοφωνημένος [επίθ.]
απομαγνητοφώνηση [θηλ.ουσ]
απομαγνητοφωνώ [-είς, -εί...
απομακραίνω ipf απομάκ...
απομακρένω ipf απομάκ...
απόμακρος [επίθ.]
απομακρύνομαι ipf απομακ...


{{ID:APOLYTRWSH100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti