Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›άπορος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

άπορος  
επίθετο

bisogno`so; indige`nte; po`vero; mi`sero βοηθήματα για τους απόρους==sussidi per i bisognosi

permalink
‹ αποριχμένος
απορπίζομαι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

απορία{1} {αποριών χ...
απορία{2} {αποριών χ...
αποριγμένος [επίθ.]
αποριμένος [επίθ.]
αποριχμένος [επίθ.]
άπορος [επίθ.]
απορπίζομαι ipf απελπι...
απορπίζω ipf απέλπι...
απόρρευση [θηλ.ουσ]
απορρέω Ρ αόρ. απέ...
απορρέων [επίθ.]
απορρητο {απορρήτ-ο...
απόρρητος [επίθ.]
απόρριμμα {απορρίμμ-...
απορρίμματα [ουσ ουδ πληθ.]
απορριμματοδοχείο [ουσ ουδ.]
απορριπτέος [επίθ.]
απορριπτικός [επίθ.]
απορρίπτω (απέρρ-ιψα...
απορριφθείς [επίθ.]


{{ID:APOROS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti