Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αποτράβηγμα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αποτράβηγμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 pensio`ne ~f~
2 riti`ro ~m~

permalink
‹ αποτραβάω
αποτραβηγμένος ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αποτοξινώνω ipf αποτοξ...
αποτοξίνωση [-εις] {-η...
αποτοξίνωσις [θηλ.ουσ]
απότορμος [επίθ.]
αποτραβάω [ρ. μτβ.]
αποτράβηγμα [ουσ ουδ.]
αποτραβηγμένος [επίθ.]
αποτραβιέμαι [ρ. παθ.]
αποτραβώ (αποτράβ-η...
αποτρελαίνω (αποτρέλαν...
αποτρελαμένος [επίθ.]
αποτρεπτικός [επίθ.]
αποτρέπω (απέτρ-εψα...
αποτρέπων [ουσ αρσ ]
αποτριβή {χωρ. πληθ...
αποτριχωμένος [επίθ.]
αποτριχώνω {αποτρίχω-...
αποτρίχωση {-ης κ. -ώ...
αποτρίχωσις [θηλ.ουσ]
αποτριχωτικό [ουσ ουδ.]


{{ID:APOTRABHGMA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti