GrecoItaliano


απουσία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 asse`nza ~f~; non prese`nza ~f~ η απουσία του έγινε αισθητή==la sua assenza è stata notata | η απουσία του δεν πέρασε απαρατήρητη==la sua assenza non è passata inosservata | έλαμψε δια της απουσίας του==ha brillato per la sua assenza | κατά τη διάρκεια της απουσίας του…==durante la sua assenza…
2 asse`nza ~f~; manca`nza ~f~; penu`ria ~f~ απουσία χρημάτων==mancanza di soldi
3 scuola asse`nza ~f~ κάνει πολλές απουσίες αυτός ο μαθητής==quell'allievo fa troppe assenze | ο καθηγητής πήρε τις απουσίες==il professore ha fatto l'appello

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


παίρνω απουσίες = fare appello



Sfoglia il dizionario




{{ID:APOYSIA100}}
---CACHE---