GrecoItaliano


Αποσαφήνιση

Η αναζήτηση σας έδωσε περισσότερα αποτελέσματα:
  • ()
  • () ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ

απρόσεκτος  
επίθετο

disatte`nto; distra`tto; sbada`to απρόσεκτος μαθητής==alunno disattento, distratto | απρόσεκτος οδηγός==un conducente sbadato

απρόσεχτος
επίθετο

variante di [απρόσεκτος ^-η, -ο^]

απρόσεχτος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [απρόσεκτος ^-ου, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:APROSEKTOS100}}
---CACHE---