GrecoItaliano


αρχιμάγειρας  
ουσιαστικό αρσενικό

capocuo`co ~m~

αρχιμάγειρος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αρχιμάγειρας ^-α, ο^]

αρχιμαγείρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αρχιμάγειρας ^-α, ο^]
2 capocuo`ca ~f~

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ARCIMAGEIRAS100}}
---CACHE---