αρχιμάγειρας
ουσιαστικό αρσενικό
capocuo`co ~m~
αρχιμάγειρος
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [αρχιμάγειρας ^-α, ο^]
αρχιμαγείρισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αρχιμάγειρας ^-α, ο^]
2 capocuo`ca ~f~
ουσιαστικό αρσενικό
capocuo`co ~m~
αρχιμάγειρος
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [αρχιμάγειρας ^-α, ο^]
αρχιμαγείρισσα
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αρχιμάγειρας ^-α, ο^]
2 capocuo`ca ~f~
permalink
αρχιμάγειρας {αρχιμαγεί...
αρχιμαγείρισσα [θηλ.ουσ]
αρχιμάγειρος [ουσ αρσ ]
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android