GrecoItaliano


αρέσκεια  
ουσιαστικό θηλυκό

gradime`nto ~m~ δεν είναι της αρεσκείας μου==non è di mio gradimento

αρεσιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αρέσκεια]

αρεσκιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αρέσκεια]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ARESKEIA100}}
---CACHE---