αρέσκεια
ουσιαστικό θηλυκό
gradime`nto ~m~ δεν είναι της αρεσκείας μου==non è di mio gradimento
αρεσιά
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [αρέσκεια]
αρεσκιά
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [αρέσκεια]
ουσιαστικό θηλυκό
gradime`nto ~m~ δεν είναι της αρεσκείας μου==non è di mio gradimento
αρεσιά
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [αρέσκεια]
αρεσκιά
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [αρέσκεια]
permalink
αρεσιά [θηλ.ουσ]
αρέσκεια {αρεσκείας...
αρεσκιά [θηλ.ουσ]
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android