αριβίστας
ουσιαστικό αρσενικό
arrivista ~m~
αριβίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αριβίστας ^-α, ο^]
2 arrivista ~f~
αρριβίστας
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [αριβίστας]
ουσιαστικό αρσενικό
arrivista ~m~
αριβίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [αριβίστας ^-α, ο^]
2 arrivista ~f~
αρριβίστας
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [αριβίστας]
permalink
αριβίστας {αριβιστών...
αριβίστρια {αριβιστρι...
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android