GrecoItaliano


αρνητής  
ουσιαστικό αρσενικό

negato`re ~m~; rinnegato`re ~m~

αρνήτρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αρνητής ^-ή, ο^]

αρνήτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αρνητής ^-ή, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ARNHTHS100}}
---CACHE---