αρραβωνιασμένος
επίθετο
1 participio passato del verbo [αρραβωνιάζω]
2 prome`sso in matrimo`nio
αρρεβωνιασμένη
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [αρραβωνιασμένη]
αρραβωνιασμένοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
spo`si ~mp~ prome`ssi
αρρεβωνιασμένος
επίθετο
variante di [αρραβωνιασμένος]
αρρεβωνιασμένος
ουσιαστικό αρσενικό
1 variante di [αρραβωνιασμένος]
2 participio passato del verbo [αρραβωνιάζω]
επίθετο
1 participio passato del verbo [αρραβωνιάζω]
2 prome`sso in matrimo`nio
αρρεβωνιασμένη
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [αρραβωνιασμένη]
αρραβωνιασμένοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός
spo`si ~mp~ prome`ssi
αρρεβωνιασμένος
επίθετο
variante di [αρραβωνιασμένος]
αρρεβωνιασμένος
ουσιαστικό αρσενικό
1 variante di [αρραβωνιασμένος]
2 participio passato del verbo [αρραβωνιάζω]
permalink
αρραβωνιασμένοι [ουσ αρσ πληθ.]
αρραβωνιασμένος [επίθ.]
αρρεβωνιασμένη [θηλ.ουσ]
αρρεβωνιασμένος [επίθ.]
αρρεβωνιασμένος [ουσ αρσ ]
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android