GrecoItaliano


αρραβωνιασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αρραβωνιάζω]
2 prome`sso in matrimo`nio

αρρεβωνιασμένη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αρραβωνιασμένη]

αρραβωνιασμένοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

spo`si ~mp~ prome`ssi

αρρεβωνιασμένος
επίθετο

variante di [αρραβωνιασμένος]

αρρεβωνιασμένος
ουσιαστικό αρσενικό

1 variante di [αρραβωνιασμένος]
2 participio passato del verbo [αρραβωνιάζω]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ARRABWNIASMENOS100}}
---CACHE---