αρρενοπρέπεια
ουσιαστικό θηλυκό
virilità ~f~; mascolinità ~f~
αρρενωπότητα
ουσιαστικό θηλυκό
lo stesso che [αρρενοπρέπεια ^-ας, η^]
αρρενωπότης
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αρρενωπότητα ^-ας, η^]
ουσιαστικό θηλυκό
virilità ~f~; mascolinità ~f~
αρρενωπότητα
ουσιαστικό θηλυκό
lo stesso che [αρρενοπρέπεια ^-ας, η^]
αρρενωπότης
ουσιαστικό θηλυκό
forma arcaica di [αρρενωπότητα ^-ας, η^]
permalink
αρρενοπρέπεια [θηλ.ουσ]
αρρενωπότης [θηλ.ουσ]
αρρενωπότητα [θηλ.ουσ]
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android