GrecoItaliano


αρρενοπρέπεια  
ουσιαστικό θηλυκό

virilità ~f~; mascolinità ~f~

αρρενωπότητα
ουσιαστικό θηλυκό

lo stesso che [αρρενοπρέπεια ^-ας, η^]

αρρενωπότης
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [αρρενωπότητα ^-ας, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ARRENOPREPEIA100}}
---CACHE---