Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αστικοποιώ

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αστικοποιώ  
ρήμα μεταβατικό

urbanizza`re

αστικοποιούμαι  
ρήμα παθητικό

1 imborghesi`re
2 imborghesi`rsi

permalink
‹ αστικοποίηση
αστικός ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αστιγματισμός [ουσ αρσ ]
αστιγμάτιστος [επίθ.]
αστικοποιημένος [επίθ.]
αστικοποίηση {-ης κ. -ή...
αστικοποιούμαι [ρ. παθ.]
αστικοποιώ [ρ. μτβ.]
αστικός [επίθ.]
άστικτος [επίθ.]
αστίλβωτος [επίθ.]
αστοί [ουσ αρσ πληθ.]
αστοίβαστος [επίθ.]
αστοιχείωτος [επίθ.]
αστόλιστος [επίθ.]
αστόμωτος [επίθ.]
αστοργότατος [επίθ.]
αστοργότερος [επίθ.]
αστός [ουσ αρσ ]
αστουντούα [επίρ.]
Αστούριες [θηλ. ουσ πληθ.]
άστοχα [επίρ.]


{{ID:ASTIKOPOIW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti