GrecoItaliano


αστραπή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 lampo ~m~
2 ((figurato)) lampo ~m~; baglio`re ~m~; bale`no ~m~ φάνηκε μια αστραπή μίσους στα μάτια της==nei suoi occhi apparve un lampo di odio

αστροπή
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αστραπή]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


αστραπές και βροντές = tuoni [αρσ. πλυθ.] e lampi [αρσ. πλυθ.]



Sfoglia il dizionario




{{ID:ASTRAPH100}}
---CACHE---