GrecoItaliano


αστυνομικός  
επίθετο

di polizi`a; polizie`sco αστυνομικό τμήμα==commissariato, posto di polizia | αστυνομική ταινία==film poliziesco

αστυνομικός  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

polizio`tto ~m~; age`nte ~m~ di polizi`a

αστυνομικίνα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile popolare di [αστυνομικός ^-ού, ο^]
2 polizio`tta ~f~; age`nte ~f~ di polizi`a

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το αστυνομικό σκυλί = cane [αρσ.] poliziotto || ο ιδιωτικός αστυνομικός = investigatore [αρσ.] privato || το αστυνομικό ρομάντζο = romanzo [αρσ.] giallo



Sfoglia il dizionario




{{ID:ASTYNOMIKOS100}}
---CACHE---