ατομικιστής
ουσιαστικό αρσενικό
individuali`sta ~m~
ατομικίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [ατομικιστής ^-ή, ο^]
2 individuali`sta ~f~
ατομιστής
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [ατομικιστής ^-ή, ο^]
ατομίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [ατομικίστρια ^-ας, η^]
ουσιαστικό αρσενικό
individuali`sta ~m~
ατομικίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
1 femminile di [ατομικιστής ^-ή, ο^]
2 individuali`sta ~f~
ατομιστής
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [ατομικιστής ^-ή, ο^]
ατομίστρια
ουσιαστικό θηλυκό
variante di [ατομικίστρια ^-ας, η^]
permalink
ατομικιστής [ουσ αρσ ]
ατομικίστρια [θηλ.ουσ]
ατομιστής [ουσ αρσ ]
ατομίστρια [θηλ.ουσ]
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android