GrecoItaliano


ατομικιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

individuali`sta ~m~

ατομικίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [ατομικιστής ^-ή, ο^]
2 individuali`sta ~f~

ατομιστής
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [ατομικιστής ^-ή, ο^]

ατομίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ατομικίστρια ^-ας, η^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ATOMIKISTHS100}}
---CACHE---