GrecoItaliano


αξιοθέατο  
ουσιαστικό ουδέτερο

vedu`ta ~f~

αξιοθέατα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

cose ~fp~ degne d'esser vedute; i monumenti ~mp~ μας ξενάγησαν στα αξιοθέατα της πόλης==ci hanno fatto visitare i monumenti della città

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα αξιοθέατα = i monumenti [αρσ. πλυθ.]



Sfoglia il dizionario




{{ID:AXIOQEATO100}}