Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›αξονίσκος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

αξονίσκος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 asticcio`la ~f~
2 mandri`no ~m~

permalink
‹ αξονικός
αξονομετρία ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αξιώτατος [επίθ.]
αξιώτερος [επίθ.]
αξομολόγητος [επίθ.]
άξονας {αξόνων} g...
αξονικός [επίθ.]
αξονίσκος [ουσ αρσ ]
αξονομετρία [θηλ.ουσ]
αξονομετρικός [επίθ.]
αξοσύνη [θηλ.ουσ]
αξούμενος [επίθ.]
αξουράφιστος [επίθ.]
αξύριστος [επίθ.]
αξύστρητος [επίθ.]
άξων {άξονος} g...
Άξων [κύρ.όν. αρσ.]
αοιδός [ουσ αρσ και θηλ.]
άοκνος [επίθ.]
αόκνως [επίρ.]
αόμματος [επίθ.]
άοπλος [επίθ.]


{{ID:AXONISKOS100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti