GrecoItaliano


αυτοκινητιστής  
ουσιαστικό αρσενικό

automobili`sta ^mf^

αυτοκινητίστρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αυτοκινητιστής ^-ή, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:AYTOKINHTISTHS100}}
---CACHE---