GrecoItaliano


βαμβάκι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 botanica coto`ne ~m~
2 coto`ne ~m~ idro`filo φυτεία βαμβακιού==piantagione di cotone

βάμβαξ
ουσιαστικό αρσενικό

forma letteraria di [βαμβάκι ^-ιου, το^]

μπαμπάκι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [βαμβάκι]

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το υδρόφιλο βαμβάκι = cotone [αρσ.] idrofilo



Sfoglia il dizionario




{{ID:BAMBAKI100}}
---CACHE---