Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βαθύφωνος  
επίθετο

musica persona basso

βαθύφωνος  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ba`sso ~m~
2 ba`sso ~m~ bari`tono

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βαθύφωνο βαθύχρωμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---