Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›βελανιδιά

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

βελανιδιά  
ουσιαστικό θηλυκό

botanica que`rcia ~f~; ro`vere ~mf~

βαλανιδιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [βελανιδιά ^-άς, η^]

permalink
‹ βελανίδι
βέλασμα ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βεδουΐνος [ουσ αρσ ]
βεζίρης {βεζίρηδες...
Βεζούβιος [κύρ.όν. αρσ.]
βελάζω {βέλασα}
βελανίδι [ουσ ουδ.]
βελανιδιά [θηλ.ουσ]
βέλασμα [ουσ ουδ.]
Βελγίδα [θηλ.ουσ]
Βέλγιο [nome pr. nt.]
Βέλγος [ουσ αρσ ]
βελέντζα {χωρ. γεν....
βελζεβούλης [ουσ αρσ ]
βεληνεκές {βεληνεκ-ο...
βέλο [ουσ ουδ.]
βελοειδής {βελοειδ-ο...
βελόνα {βελονών}
βελονάκι {χωρ. γεν....
βελόνι {βελον-ιού...
βελονιά [θηλ.ουσ]
βελονιάζω {βελόνιασ-...


{{ID:BELANIDIA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti