GrecoItaliano


βενζίνη  
ουσιαστικό θηλυκό

benzi`na ~f~

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η βενζίνη σούπερ = benzina [θηλ.] super || το πρατήριο βενζίνης = distributore [αρσ.] di benzina || auto είμαι στο τελείωμα της βενζίνης = αυτοκίνητο essere in riserva



Sfoglia il dizionario




{{ID:BENZINH100}}
---CACHE---