Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›βιομηχανοποιημένος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

βιομηχανοποιημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [βιομηχανοποιώ]
2 meccanizza`to

permalink
‹ βιομηχανισμός
βιομηχανοποίηση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βιομετρία [θηλ.ουσ]
βιομετρικός [επίθ.]
βιομηχανία {βιομηχανι...
βιομηχανικός [επίθ.]
βιομηχανισμός [ουσ αρσ ]
βιομηχανοποιημένος [επίθ.]
βιομηχανοποίηση {-ης κ. -ή...
βιομηχανοποιώ (βιομηχανο...
βιομήχανος {βιομηχάν-...
βιονική [θηλ.ουσ]
βιονικός [επίθ.]
βιοπαλαιστής {βιοπαλαισ...
βιοπαλαίστρια {βιοπαλαισ...
βιοπάλη {χωρ. πληθ...
βιοπορισμός [ουσ αρσ ]
βιοποριστικός [επίθ.]
βιοπρωτεΐνη [θηλ.ουσ]
βιορυθμός {βιορρύθμ-...
βιος [ουσ ουδ.]
βίος [ουσ αρσ ]


{{ID:BIOMHCANOPOIHMENOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti