Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›βρέφος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

βρέφος  
ουσιαστικό ουδέτερο

neona`to ~m~; latta`nte ~mf~; infa`nte ~mf~ το θείον Βρέφος==il Divino Infante, Gesù Bambino

permalink
‹ βρεφονηπιακός
βρέχει ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βρεφοκομώ [-είς, -εί...
βρεφοκτονία {βρεφοκτον...
βρεφοκτόνος [επίθ.]
βρεφοκτόνος [ουσ αρσ και θηλ.]
βρεφονηπιακός [επίθ.]
βρέφος {βρέφ-ους ...
βρέχει [ρ. απρ.]
βρέχομαι παθ. αόρ. ...
βρέχω {έβρεξα, β...
βρίζω {έβρισ-α, ...
βρίζω {έβρισ-α, ...
βρίθω {μόνο σε ε...
βρικόλακας {βρικολάκω...
βρικολακιάζω {βρικολάκι...
βρικολάκιασμα [ουσ ουδ.]
βρικολακιασμένος [επίθ.]
βρισιά [θηλ.ουσ]
βρισίδι {χωρ. γεν....
βρίσιμο {βρισίμ-ατ...
βρίσκομαι {βρέθηκα (...


{{ID:BREFOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti