Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


βυθός  
ουσιαστικό αρσενικό

fondo ~m~ στο βυθό της θάλασσας==in fondo al mare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  βυθομετρώ βυθοσκοπημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---