GrecoItaliano


χάρτης
ουσιαστικό αρσενικό

carta

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο γεωγραφικός χάρτης = carta [θηλ.] geografica || οδικός χαρτής = carta [θηλ.] stradale || ο τοπογραφικός χάρτης = pianta [θηλ.] | mappa [θηλ.]



Sfoglia il dizionario




{{ID:CARTHS100}}