Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›χαστουκίζω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

χαστουκίζω
ρήμα μεταβατικό

1 scapaccionare (vt)
2 schiaffeggiare (vt)
3 menare uno schiaffo

permalink
‹ χαστουκιά
χατζής ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

χασομέρι {χωρ. γεν....
χασομερώ {χασομεράς...
χασούρα {χωρ. πληθ...
χαστούκι {χαστουκ-ι...
χαστουκιά [θηλ.ουσ]
χαστουκίζω {χαστούκισ...
χατζής {χατζήδες}
χαυλιόδοντας {χαυλιοδόν...
χαύνος [επίθ.]
χαυνότητα [θηλ.ουσ]
χαυνωμένα [επίρ.]
χαυνωμένος [επίθ.]
χαυνώνω (χαύν-ωσα,...
χαύνωση {-ης κ. -ώ...
χαφιεδισμός {χωρ. πληθ...
χαφιές {χαφιέδες}...
χάφτω {έχαψα, χά...
χάχανα {χωρ. γεν....
χαχανητά [ουσ ουδ πληθ.]
χαχανητό [ουσ ουδ.]


{{ID:CASTOYKIZW100}}

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti