Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


χρέος
ουσιαστικό ουδέτερο

1 debito
2 [senso figurato] dovere (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  χρεόνομαι χρεοφειλέτης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


εκτελώ χρέη = svolgere le mansioni


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---