GrecoItaliano


χρόνος
ουσιαστικό αρσενικό

1 tempo
2 [έτος] anno

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


συν τω χρόνω = con l'andar del tempo || εδώ και δύο χρόνια = da due anni || τού χρόνου = l'anno [αρσ.] prossimo || πόσων χρονών είσαι; = quanti anni hai? || ο ανεκμετάλλευτος χρόνος = tempo [αρσ.] perso



Sfoglia il dizionario




{{ID:CRONOS100}}